χολεμεσία

χολεμεσία
χολ-εμεσία, [suff] χολ-εμετέω, worse forms for χολημ-, Gal.8.179, 13.185.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χολεμεσία — η, ΝΜΑ [χολημετῶ /χολεμετῶ] (στην αρχ. και μσν. αδόκιμος τ. αντί χολημεσία) ιατρ. πρόσμιξη χολής στο περιεχόμενο τών εμέτων, που μπορεί να οφείλεται σε παλινδρόμηση χολής ή σε υψηλή απόφραξη τού λεπτού εντέρου …   Dictionary of Greek

  • χολημεσία — η, ΝΜΑ βλ. χολεμεσία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”